- χαροκόπος
- οθηλ. χαροκοπίστρα αυτός που γλεντάει διαρκώς, γλεντοκόπος, γλεντζές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαροκόπος — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιτάλων. * * * ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τις διασκεδάσεις, γλεντζές 2. παροιμ. «τών ακριβών τα πράγματα σε… … Dictionary of Greek
Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… … Dictionary of Greek
Charokopio-Universität — Vorlage:Infobox Hochschule/Mitarbeiter fehltVorlage:Infobox Hochschule/Professoren fehlt Charokopio Universität Gründung 1990 Trägerschaft … Deutsch Wikipedia
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
χαροκοπιά — η, Ν [χαροκόπος] η ιδιότητα τού χαροκόπου … Dictionary of Greek
χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] … Dictionary of Greek